XXX
“Η αλυσιδίτσα στο λαιμό σου,
τ’ αστράκι της αυγής στα φύλλα,
σκοινιά, καράβια και φανάρια,
γλάροι, καθρέφτες και καρποί-
τα κατάρτια μπουμπουκιάσανε.
Όμορφη, Θε μου, που ‘ναι η πλάση,
μύρια ποτήρια του νερού
φρεσκοπλυμένα, σκουπισμένα
στο περιγιάλι αστράφτουνε.
Απ’ όλα πίνω το γαλάζιο,
κι ακόμη, γιε μου, να μεθύσω.”
XXXIX
“Στα μεγάλα κόσκινα του καλοκαιριού,
κοκκινίζεις του ήλιου το κριθάρι,
το φλουρί, το κεχριμπάρι
παίζει στο λαιμό σου,
παίζει στα δυο σου χέρια
και στο κούτελό σου.
Κι όλο κοσκινίζεις
και ψωμί δε φτιάχνεις.
Πώς χορταίνει κι αυγαταίνεις;
Πώς χορταίνουνε τα δέντρα σου
και τα πρόβατά σου;
Κι ο γιαλός, ο αστραφτερός
σα γαλάζιος σκύλος
κάθεται στα πισινά του
και σαλεύει την ουρά του,
και του ρίχνεις μια ματιά
στα πεταχτά
και χορταίνει, – πώς χορταίνει
τέτοιος σκύλος;
Μες στον κάμπο η κόκκινη εκκλησιά
και στη ράχη ο άσπρος μύλος.
Και προτού το δείλι γείρει
έφτιαξες τον ήλιο όλο μελοπίτες
και κουλούρες του χορού
για τους κυνηγούς και τ’ άτια του νερού
για της Άγιας Πελαγίας το πανηγύρι.”
Ρίτσος Γ., «Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού», Κέδρος