ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ Κ. ΜΑΡΙΑΣ ΛΑΒΤΖΗ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΤΟΠΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ Ν. ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΤΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗΡΙΟΥ

 

Είναι πάντα δύσκολο να δώσει κανείς με λόγια εκείνο που νιώθει στην καρδιά του κι είναι χίλιες φορές πιο δύσκολο, όταν αυτό που νιώθει είναι τόσο μεγάλο και τόσο δυνατό, που τα λόγια δεν το χωρούν.

Κι εμείς προσπαθούμε κάθε χρόνο αυτή τη μέρα, με τα φτωχά και χιλιοειπωμένα λόγια μας να μιλήσουμε για τη σημασία της σημαντικότερης μέρας της νεότερης ιστορίας μας, της 28ης Οκτωβρίου. Τι να πούμε λοιπόν; Να αραδιάσουμε ονόματα, χρονολογίες; Να αναφέρουμε βουνά και πολιτείες ή να ζητήσουμε τη βοήθεια των αριθμών; Τόσοι εμείς, τόσοι οι εχθροί, τόσα τα δικά μας τουφέκια, τόσα τα δικά τους, τα τανκς, τα κανόνια, τα βομβαρδιστικά. Μα το ’40 δεν είναι μονάχα αριθμοί. Δεν ήταν οι αριθμοί που ξεσήκωσαν το λαό μας, που σύντριψαν τη φωτιά και το ατσάλι. Κάτι άλλο πρέπει να ήταν. Ήταν αυτό που λέμε ψυχή.

Εκείνες τις μέρες του ’40 ο κόσμος ζούσε την τραγωδία του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Η Γερμανία, με ηγέτη το Χίτλερ, μαζί με τη σύμμαχό της Ιταλία, με ηγέτη τον Μπενίτο Μουσολίνι, κατάφεραν να κατακτήσουν τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Έθνη πανένδοξα, με πλούτη και εκατομμύρια μαχητές, συντρίφτηκαν μέσα σε λίγες μέρες. Πολωνία, Βέλγιο, Ολλανδία, Γαλλία υπέκυψαν κάτω από τα κεραυνοβόλα πλήγματα των ναζιστών. Αυτή ήταν η μεγάλη Ευρώπη, η ένδοξη, η ως χθες αήττητη. Από τον Ατλαντικό μέχρι τη γαλανή Μεσόγειο αίμα, φρίκη και θάνατος.

Εκείνες τις ίδιες ώρες του ’40, λες και μέσα στο μεθύσι του φόνου την είχαν ξεχάσει, απόμεινε μια άκρη γης που δεν είχε ακόμη προσκυνήσει. Μια άκρη ασήμαντης και φτωχικής γης, που την κατοικούσαν μια χούφτα άνθρωποι, δεν είχε σκύψει ακόμη το κεφάλι.

Μα αυτοί οι παντοδύναμοι, οι χορτασμένοι, ζήλεψαν το δικό μας καρβέλι. Αυτοί που σώριασαν βουνά τους νεκρούς κι έκαψαν και γκρέμισαν και βασάνισαν, ζήλεψαν τα δικά μας καλύβια. Μύρισαν και το δικό μας αίμα. Έτσι, χωρίς καμιά αφορμή. Και ο Ιταλός δικτάτορας αποφάσισε να κατακτήσει τη μικρή και αδύνατη, γι’ αυτόν, να αντισταθεί, Ελλάδα. Έτσι άρχισε τις προκλήσεις. Στις 15 Αυγούστου του 1940 ένα ιταλικό υποβρύχιο βύθισε το ελληνικό πολεμικό πλοίο «Έλλη». Την προειδοποιητική αυτή ενέργεια την ακολούθησε τελεσίγραφο της ιταλικής κυβέρνησης, με το οποίο ζητούσε την παράδοση της χώρας μας. Διαφορετικά, το λόγο θα είχαν τα όπλα. Το έθνος δονήθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη και αναρρίγησε. ΟΧΙ, αποκρίθηκε σαν ένας άνθρωπος. Αυτό το ΟΧΙ δεν είχαν λογαριάσει οι εχθροί. Ξέχασαν αυτό ακριβώς που μας κράτησε μέσα στους αιώνες ζωντανούς και ελεύθερους. Κι όταν ξημέρωνε η 28η Οκτωβρίου του 1940, ο ελληνικός λαός ξυπνούσε από τα ουρλιαχτά των σειρήνων και βούιζαν στον ουρανό της Αττικής τα πρώτα αεροπλάνα. Ο πόλεμος είχε αρχίσει. Στην καταπατημένη από τους Ιταλούς Αλβανία βρόντησαν οι πρώτες κανονιές. Το ραδιόφωνο μετέδιδε την τρομερή είδηση και καλούσε σε επιστράτευση τους Έλληνες. Η Ευρώπη κρατούσε την αναπνοή της. Πώς θα μπορούσε η μικρή Ελλάδα να κρατήσει τις πολυπληθείς και άριστα εξοπλισμένες μεραρχίες; Είχαν ξεχάσει, φαίνεται, πως η ύλη είναι ανίσχυρη μπροστά στο πνεύμα. Πως «η μεγαλοσύνη στα Έθνη δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα».

Έτσι, ευθύς στην Πίνδο η άμυνα γίνεται επίθεση. Αντιμέτωπες όχι μόνο δυο δυνάμεις, αλλά και δύο πολιτισμοί, δυο νοοτροπίες, δυο βιοθεωρίες, δυο κώδικες αξιών. Ενάντια στις θωρακισμένες μεραρχίες του Μουσολίνι η Ελλάδα διέθετε ψυχή, ενθουσιασμό και πείσμα· το πείσμα που γεννάει στη συνείδηση του αδύναμου το μέγεθος της αδικίας του ισχυρού. Μέσα σε 10 μέρες οι εισβολείς σταματούν τρομαγμένοι και παίρνουν το δρόμο της φυγής.

Ο αδάμαστος ελληνικός λαός με την κήρυξη του πολέμου ξεχύνεται στους δρόμους διαδηλώνοντας το μίσος του για τους φασίστες και την απόφασή του για αγώνα μέχρις εσχάτων. Αψηφώντας τους άναντρους ιταλικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς πλημμυρίζει τους δρόμους και δίνει τη δική του απάντηση στην πρόκληση, το δικό του μυριόστομο ΟΧΙ. Η συμφιλίωση επήλθε ακαριαία. Οι επίστρατοι, έτοιμοι ψυχικά, παρουσιάζονται στις μονάδες κατάταξης και αναχωρούν για το μέτωπο. Ανηφορίζουν τραγουδώντας για τα βουνά της Αλβανίας, για το μεγάλο πανηγύρι. Έτσι είμαστε εμείς οι… «μικροί». Ίδια παιδιά. Το γλεντούμε. Κι ο πόλεμος γίνεται τραγούδι. Όχι πως δεν υπολογίζαμε τους αριθμούς. Ξέραμε πως το φασισμό τον στήριζαν 8 εκατομμύρια λόγχες. Εμείς ήμασταν μόνο 8 εκατομμύρια ψυχές όλες κι όλες. Όμως ψυχές ελληνικές.

Ανάμεσά τους και οι ηρωικές γυναίκες της Πίνδου, σωστές σπαρτιάτισσες, δυνάμωναν τους αγωνιστές και τους ζέσταιναν με την παρουσία τους. Με το παράδειγμά τους δείχνουν το δρόμο του χρέους.

Μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου οι φαντάροι μας υποχωρούσαν. Εκεί δεν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν μόνο τις σφαίρες και τις οβίδες. Χειμώνας βαρύς τους βρήκε με ελάχιστα εφόδια. Φοβερός εχθρός το χιόνι. Ο ανεφοδιασμός πολλές φορές ήταν αδύνατος. Πολύ σύντομα όμως εξαπέλυσαν αντεπίθεση και ανακατάλαβαν τα ελληνικά εδάφη και το «Ελευθερία ή θάνατος» έκοβε τα πόδια των Ιταλών, που υποχώρησαν στο εσωτερικό της Αλβανίας, αφήνοντας πίσω χιλιάδες αιχμαλώτους. Η Κορυτσά, η Πρεμετή, οι Άγιοι Σαράντα, το Αργυρόκαστρο, η Χειμάρα και άλλες κωμοπόλεις και χωριά της Β. Ηπείρου ανέπνευσαν και πάλι τον αέρα της ελευθερίας. Μια χούφτα Έλληνες αντιμετώπισαν θαρραλέα και καταντρόπιασαν το Μουσολίνι. Θωρακισμένοι πάνω απ’ όλα με την πίστη στις μεγάλες αξίες και τα πανανθρώπινα αιτήματα της ελευθερίας, της ειρήνης, της αξιοπρέπειας και του σεβασμού του ανθρώπου, έδωσαν μαθήματα γοήτρου, ψυχικής αντοχής, εσωτερικής ευαισθησίας, παιδείας και δημοκρατίας. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί όλου του κόσμου διαλαλούσαν τη δόξα της Ελλάδας. Ο κόσμος αναθάρρησε κι άρχισε να ελπίζει. Κι ήταν η μικρή Ελλάδα αυτή που σκόρπισε σ’ όλους τους αγωνιζόμενους κατά τους φασισμού λαούς το θάρρος και την ελπίδα.

Στο προσκλητήριο της τιμής και του καθήκοντος έδωσε το παρόν ο ελληνικός λαός κι όταν οι μεραρχίες του Χίτλερ κατέκλυσαν την Ελλάδα το 1941. Ο αγώνας εναντίον του κατακτητή δε σταμάτησε. Οι διωγμοί, τα βασανιστήρια, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι εκτελέσεις, η πείνα, αντί να κάμψουν τη θέληση και την αντοχή των Ελλήνων, θέριεψαν στην ψυχή το πάθος για ελευθερία. Οργανώθηκε η εποποιία της ενιαίας και αδιαίρετης Εθνικής μας Αντίστασης που κινητοποίησε το λαό, τον οργάνωσε, του ξανάδωσε την πίστη στη νίκη κι αγωνίστηκε ηρωικά και με συνέπεια κατά των κατακτητών. Η ποθητή νίκη άρχιζε να γλυκοχαράζει. Ο κατακτητής εγκατέλειψε την Ελλάδα. Η ευλογημένη ώρα της απελευθέρωσης έφτασε στις 12 Οκτωβρίου του 1944.

Κάθε χρόνο επαναλαμβάνονται οι ίδιες εκδηλώσεις, βλέπουμε και ξαναβλέπουμε τα ίδια ντοκυμαντέρ στην τηλεόραση για τα ηρωικά κατορθώματα στην Αλβανία, τις ίδιες πολεμικές ταινίες και την 29η Οκτωβρίου επιστρέφουμε στη βάση μας χωρίς ιδιαίτερους προβληματισμούς· χωρίς να αναρωτηθούμε γιατί ένας ολόκληρος λαός επί έξι μήνες αρνήθηκε να συνθηκολογήσει, να υποχωρήσει, να δηλώσει υποταγή στον άξονα Γερμανίας – Ιταλίας. Για να ερευνήσουμε καλύτερα αυτό το «γιατί», θα δανειστώ ένα μικρό απόσπασμα από το προσωπικό ημερολόγιο του νομπελίστα ποιητή μας, του Γιώργου Σεφέρη. Γράφει ενάμιση μήνα μετά την εισβολή των Ιταλών, στις 14 Δεκεμβρίου του 1940: «Μου διηγήθηκαν τούτα: Ρωτούν έναν πατέρα τέσσερων παιδιών, που δεν είχε στρατιωτική υποχρέωση και μολαταύτα ντύθηκε στο χακί, γιατί πήρε τέτοια απόφαση. «Ντράπηκα τους συγχωριανούς μου» αποκρίθηκε, «για το κρίμα που θά ’πεφτε πάνω μου, αν τύχαινε κι έμπαιναν οι Ιταλοί στο χωριό».

Η κρίση του Σεφέρη, διατυπωμένη τη στιγμή που διαδραματίζονταν τα γεγονότα και απαλλαγμένη από κάθε απωθητικό παραδειγματισμό, προβάλλει αντικειμενική. Όσα συνέβησαν το 1940 δεν ήταν ένα έπος, επειδή έτσι τα χαρακτήρισαν οι μεταγενέστεροι ιστορικοί: ήταν έπος εξελισσόμενο, γραφόταν μέρα με τη μέρα  με αίμα, με θυσίες, με αδάμαστο κουράγιο, με θέληση, με απόφαση για τη νίκη. Σ’ αυτή την υψηλή στιγμή συμμετείχαν ακόμη και όσοι θα μπορούσαν να μείνουν στα μετόπισθεν. Πήγαν, όμως, στο μέτωπο, γιατί ντρέπονταν. Αυτή η ντροπή δεν αποτελούσε συναίσθημα απότοκο των σχέσεων μιας κλειστής κοινωνίας ή τουλάχιστον δεν ήταν μόνο αυτό. Όταν πρόκειται για εθνικό ζήτημα, όπως στα 1940, τότε ξυπνούν οι μνήμες του παρελθόντος. Κι αν αυτό το παρελθόν φέρνει έκτυπα τα σημάδια της ήττας, τότε δίνει διπλή ορμή στους αγώνες για τη λευτεριά. Για να γίνω πιο σαφής: Η γενιά που πολέμησε το 1940 είχε πολεμήσει ή είχε ζήσει την πιο τραγική σελίδα του Ελληνισμού στον εικοστό αιώνα, τη μικρασιατική καταστροφή του ’22. Η εθνική συμφορά θωράκισε το λαό με την απόφαση να μην ξαναζήσει, δεκαοχτώ χρόνια μετά, την ντροπή και την οδύνη της παράδοσης στον εχθρό.

Ο καημός για τις χαμένες πατρίδες, η πίκρα για τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, το πληγωμένο φιλότιμο από την ύπουλη ενέργεια των Ιταλών στο λιμάνι της Τήνου δημιούργησαν στον απλό λαό ένα αίσθημα ευθύνης, που εκφράστηκε αυθόρμητα με τη μαζική συμμετοχή στον αγώνα. Γι’ αυτό το λόγο δεν πτοήθηκαν οι στρατιώτες στα αλβανικά βουνά. Ήθελαν να καταλάβουν το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο ύψωμα από φιλότιμο – λέξη άγνωστη σ’ όλες τις ξένες γλώσσες – φιλότιμο, που πάει να πει αυτοεκτίμηση, σεβασμό προς τον εαυτό τους.

Εξήντα εφτά χρόνια μετά έχουμε χρέος να βάλουμε και μεις σε τάξη τη συνείδησή μας. Ο εορτασμός της ιστορικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου είναι ευκαιρία και πρόκληση να αποτίσουμε φόρο τιμής στη μικρή Ελλάδα, που τόλμησε να αντιταχθεί στον πανίσχυρο Άξονα. Είναι όμως και αφορμή για γενικότερες σκέψεις και εκτιμήσεις για τον κόσμο που ζούμε, για τη θέση της χώρας μας σε αυτόν και για το χρέος μας ως συνεχιστών της μεγάλης ιστορίας μας.

Σήμερα, που ζούμε σε μια ταραγμένη εποχή, όπου το μέλλον της ανθρωπότητας κρίνεται αβέβαιο, αφού εξαρτάται από τη θέληση των ισχυρών.

Σήμερα, που ο πολεμικός ιμπεριαλιστικός οίστρος οδηγεί τον άνθρωπο σ’ ένα χωρίς προηγούμενο στρατιωτικό εξοπλισμό, που στο όνομα κάποιων, βάναυσα κακοποιημένων εννοιών ποδοπατείται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Σήμερα που ο άνθρωπος αλλοτριώνεται ολοένα και περισσότερο, που αμφισβητούνται αξίες, που ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου υποχωρεί μπροστά στη βία και την τρομοκρατία, χρειάζεται να δώσει η ανθρωπότητα το σωστό αγώνα για την ειρήνη, την ελευθερία και τον ανθρωπισμό.

Κι εμείς καλούμαστε να παίξουμε σημαντικό ρόλο εμπνεόμενοι από την εθνική μας ιστορία και τους αγώνες των προηγούμενων γενεών. Να βοηθήσουμε, ώστε το μικρό αυτό αλωνάκι των αιώνιων αξιών, όπως ονόμασε την Ελλάδα ο Σολωμός, να μην πάψει ποτέ να εμπνέει στην ανθρωπότητα τα ιδανικά της αλήθειας και της ελευθερίας, που αντιπροσωπεύουν την αληθινή ζωή. Όλοι μας αποτελούμε μόριο ενός συνόλου και όλοι είμαστε απαραίτητοι στο έργο της προκοπής αυτής της χώρας. Το βαθύτερο πνεύμα του ’40 και ιδιαίτερα η συνολική εθνική αντίσταση δεν πρέπει να μας εμπνέει μόνο σε ώρες πολέμου ή κινδύνου αλλά και στις ειρηνικές εκδηλώσεις και στις αναγεννητικές προσπάθειες της χώρας.

Ν’ αποκτήσουμε λοιπόν συνείδηση της ευθύνης μας, σαν άτομα του ίδιου Έθνους και συνεργαζόμενοι ομόψυχα ας επαναβεβαιώσουμε πόσα μπορούμε να πετύχουμε ως έθνος, όταν εργαζόμαστε όλοι για έναν κοινό σκοπό, την πρόοδο του τόπου μας και τη φροντίδα για τη νέα γενιά, που αξίζει να ζει σε μια Ελλάδα ισχυρή, δημοκρατική και πολιτισμένη.

Με τη σκέψη τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον, ας τιμήσουμε όλοι την εθνική μας επέτειο και τα διδάγματά της ας γίνουν οδηγός μας.

Σας ευχαριστώ