«Η πόλη θα σ’ ακολουθεί»

11 πίνακες περιπλάνησης στην πόλη

 

Δείτε όλους τους πίνακες σε μορφή παρουσίασης

Σημείωμα για τη ζωγραφική του Γιώργου  Κουκμά στο χώρο του 1ου Γυμνασίου Καβάλας (της Ελένης Γαραντούδη)

Σχόλια για κάθε έναν απο τους 11 πίνακες (του Νικολάου Ρουδομέτωφ)

Σχεδιάγραμμα του χώρου στο 1ο Γυμνάσιο όπου εκτίθενται μόνιμα οι 11 τοιχογραφίες

Περισσότερες πληροφορίες

 

        Έχω την τύχη να εργάζομαι, σχεδόν μια εικοσαετία, σ΄ ένα ιστορικό σχολείο της πόλης μου, στο «παλιό Αρρένων», που κοντεύει να κλείσει εκατό χρόνια ζωής ως κτίριο.  Στις ευρύχωρες αίθουσές του έχει φοιτήσει πλήθος μαθητών και από τον φιλόξενο χώρο του έχει περάσει, και συνταξιοδοτηθεί, πλήθος καθηγητών και καθηγητριών. Το πέρασμα όλων αυτών των ανθρώπων από το κτίριο έχει γεμίσει το χώρο με «ενέργεια», μ’ έναν ιδιαίτερο αέρα, γεμάτο από «συμπυκνωμένα αισθήματα», που κάθε ευαίσθητος δέκτης μπορεί να αισθανθεί. Όσοι περνούν από το «παλιό σχολειό», δεν το αφήνουν εύκολα. Και σίγουρα, όταν φεύγουν από αυτό, δε φεύγουν χωρίς να κουβαλούν μαζί τους το βάρος μιας αγάπης. 

Το 1ο Γυμνάσιο της Καβάλας είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα ιδιαίτερο  κτίριο, ένα «ποιητικό» σχολείο, που εμπνέει υπευθυνότητα κι ανθρωπισμό, αλλά και προκαλεί τη φαντασία και τα υψηλά πετάγματα. Ίσως και λόγω της θέσης του, αφού δεσπόζει κτισμένο σε ύψωμα, με θέα στη θάλασσα, που καλεί σε ταξίδια και περιπλανήσεις. Μια τέτοια «πτήση» υψηλή, μια «περιπλάνηση στα χωρικά μας ύδατα», ενέπνευσε η αγάπη για ό,τι το σχολείο αυτό αντιπροσωπεύει σ΄ έναν καθηγητή που καθώς συμπλήρωνε τα χρόνια υπηρεσίας για την συνταξιοδότησή του κατάλαβε πως δεν θα ήτανε εύκολο να «ξεκολλήσει», αν δεν άφηνε πίσω του απτές αποδείξεις αυτής της σχέσης.

Ο Γιώργος Κουκμάς έχει συνδέσει το όνομά του με τα τελευταία τριάντα χρόνια της ιστορίας του σχολείου, όπως και με την πόλη της Καβάλας, ως ένας από τους πιο γνωστούς ζωγράφους.  Έχει καταφέρει να δημιουργήσει το προσωπικό του ύφος στη ζωγραφική και βασικό στοιχείο στη θεματολογία του είναι η θάλασσα. Ο συνάδερφός μας, λοιπόν, πριν μας αφήσει, για να γευτεί τις χαρές των μελλοντικών του ημερών, δίχως πλέον την αγωνία της τάξης, μας αποχαιρετά με τον δικό του τρόπο. Χαρίζοντάς μας, με μεγάλη γενναιοδωρία, κομμάτια από το προσωπικό του όραμα για την πόλη, ενταγμένα αρμονικά στο χώρο όπου θα συνεχίσουμε να αγωνιούμε για το μέλλον και του σχολειού μας και της πόλης μας. 

          Κατεβαίνοντας από τον δεύτερο όροφο στον πρώτο, όπου εκτίθενται οι 11 μεγάλων διαστάσεων πίνακες, μια στάση λίγων δευτερολέπτων στο πλατύσκαλο αρκεί για να πετύχω την είσοδό μου μέσα σ’ ένα έργο ζωγραφικής. Είναι ωραία η ζωή μέσα στον μεγάλο πίνακα, να επιστρέφω στον χαμένο παράδεισο της παιδικής ηλικίας, στη βόλτα στην παραλία. Σ΄ ένα πάμφωτο πεδίο, σαν οθόνη ονείρου, μιας ουτοπικής και διαχρονικής Καβάλας προβάλλονται οι αρχετυπικές μορφές της μάνας και του παιδιού, μαζί με «εμβληματικές» μορφές των ανθρώπων της παραλίας που οδοιπορούν προς την κοινή μοίρα, οι πιο πολλοί με κατεύθυνση την παλιά πόλη. Όπως η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων ζω για λίγο μέσα στο κάδρο και «περπατώ» στην παραλία της μνήμης και της νοσταλγίας. Είμαι συγχρόνως και το παιδί και η γυναίκα, που κρατώντας το μικρό της από το χέρι  τού μεταδίδει την αίσθησή της για την πόλη και τη ζωή εκεί και τότε, εδώ και τώρα. Ο Ήλιος μεσουρανεί στο μυθικό άρμα του και φωτίζει με το συμβολικό φως του τη σκηνή, προσδίδοντάς της μια υπερρεαλιστική αύρα.

          Η πραγματική πόλη του σήμερα, αναρωτιέμαι,  όταν «βγαίνω» από το έργο, πόση σχέση μπορεί να έχει με τη ρομαντική εκδοχή της που προβάλλεται στους 11 πίνακες και κυρίως στον ολόφωτο ζωγραφικό χώρο της παραλίας της Καβάλας;

Μοιάζει σαν η πόλη να απαιτεί από τον καλλιτέχνη να επινοήσει και να απεικονίσει την εξιδανικευμένη μορφή της, αναζητώντας στο παρελθόν ερείσματα και πρότυπα μιας ανανέωσης. Η πόλη αναζητάει την «ιστορική πινακοθήκη της», για να μπορέσει να υποφέρει το μίζερο παρόν της και να οραματιστεί πιο ελπιδοφόρο το μέλλον της. Η διάθεση για ιδανική απεικόνιση ωθεί τον δημιουργό σε ζωγραφική ανοιχτού χώρου, γεμάτη χρώμα και φως, όπου οι άνθρωποι αγόγγυστα υπομένουν την ανάγκη και τη βιοπάλη και ήρεμα, χωρίς δραματικές συγκρούσεις και διαταραχές, «βολτάρουν» ή αναπαύονται σε μέρη αγαπημένα. 

          Η φωτογραφία μπορεί να έχει σταθεί αφετηρία έμπνευσης και βοήθημα από το ζωγράφο στην προσπάθειά του να αποδώσει την πραγματικότητα μιας περασμένης εποχής, όμως ο ρεαλισμός των έργων είναι επιφανειακός, αφού δεν αποδίδει την εικόνα του τότε κόσμου αψιμυθίωτη και ακαλλώπιστη. Στο βάθος των έργων επικρατεί ο ρομαντισμός που αρνείται τη βαναυσότητα και την αγριάδα της ζωής και προτείνει ως αντίδοτο στην σκληρή όψη του κόσμου την ηπιότητα, τη γλυκύτητα, την ηρεμία και τη χαρά της ζωής.

Αν θα έπρεπε να σκεφτούμε σε ποιο κίνημα ή σχολή είναι πιο κοντά οι 11 πίνακες που συνθέτουν τη ζωγραφική κατάθεση του Κουκμά για την πόλη, θα προτείναμε το φωτορεαλισμό  (photorealism), ως αντίδραση κατά της αφαίρεσης και της διανοητικοποίησης της ζωγραφικής, με στόχο να καλυφθεί η επιφάνεια με μια πειστική «πραγματική» παρουσία, ώστε η εικόνα, αλλαγμένη ως ένα βαθμό να αποκτήσει την κομψή εμφάνιση μιας έγχρωμης φωτογραφίας. Όμως το ζωγραφικό σύμπαν αποπνέει, κατά τη γνώμη μου, ρομαντικές ανησυχίες και επιδιώξεις.

           Η ηθογραφία από την άλλη δίνει τη δυνατότητα στον ζωγράφο να επιδείξει τις συνθετικές, σκηνοθετικές και σκηνογραφικές του ικανότητες, συστεγάζοντας μέσα στον ίδιο ζωγραφικό χώρο πολλά είδη, όπως η προσωπογραφία, η θαλασσογραφία, η τοπιογραφία, η  μελέτη παραδοσιακών κτιρίων και πλοίων, το μυθολογικό στοιχείο, η νεκρή φύση κλπ. αναπτύσσοντας παράλληλα τις δυνατότητές του στο σχέδιο και το χρώμα. Στα έργα όπου υπάρχουν και κινούνται ανθρώπινες μορφές είναι εμφανής η προσπάθεια για θεατρικό στήσιμο σκηνών και σκηνικών, με «κράχτες» που προσελκύουν το βλέμμα, όπως το παιδί που με την χειρονομία του μας καλεί να δούμε και να γευτούμε τη χαρά του βλέμματος που δίνει ζωή στα ζωγραφιστά όντα και μια πιο ουσιαστική ύπαρξη στους συμμετέχοντες στο πανηγύρι της τέχνης.

           Η ζωγραφική του Κουκμά είναι οικεία και φιλική ακόμα κι όταν αφηγείται την εκμετάλλευση και την σκληρή δουλειά των εργατών του καπνού. Στον πίνακα της φόρτωσης των καπνών στο πλοίο, οι εργάτες φαίνεται να υπομένουν στωικά τη μοίρα τους και να αντέχουν το βάρος του φορτίου, που φέρνει στους καπνέμπορους τα μεγάλα κέρδη, στην πόλη μια μεγάλη ανάπτυξη και στους ίδιους το ελάχιστο μερίδιο στον πλούτο που ισοδυναμεί με τη διαιώνιση της φτώχειας και της κοινωνικής αδικίας.

Χωρίς να γίνεται καταγγελτική η τέχνη του Κουκμά μας φέρνει προ οφθαλμών αλήθειες που πονάνε, μνημεία που χάσαμε από την αδιαφορία μας, όπως οι Μύλοι Νικολετόπουλου, μνημεία ζωτικής σημασίας για την πόλη, που επιβιώνουν χάρη στην ευαισθητοποίηση και τη δράση ορισμένων φορέων και ατόμων, όπως οι Καμάρες, δραστηριότητες και μέρη που η τεχνολογική εξέλιξη απειλεί με αφανισμό, όπως το Καρνάγιο της Καβάλας, η Ψαραγορά, οι Καπναποθήκες. Οι ιστορικοί εμπορικοί δρόμοι του παρελθόντος, όπως η οδός Κουντουριώτου με την αγορά της κι η αγορά στις Καμάρες, αποδίδονται με νοσταλγική διάθεση που όμως δεν εκπίπτει  στο μελό. Αντίθετα, έχω την αίσθηση ότι οι 11 εικαστικές συνθέσεις δεν προορίζονται να διακοσμήσουν απλά το χώρο υποδοχής ενός κτιρίου- σχολείου, αλλά επιχειρούν το δύσκολο έργο να κοινωνήσουν στους θεατές τους τη συγκίνηση, την ανάγκη για αντίσταση στην απάθεια, τη σιωπηλή διαμαρτυρία μέσω του ζωγραφικού-οπτικού λόγου.

Το τοπίο γύρω μας έχει αλλάξει πια με τρόπο μη αναστρέψιμο. Μέσα σε λίγα χρόνια όλα έχουν μεταμορφωθεί, μνήμες και τοπωνύμια έχουν εξαφανιστεί Η ζωγραφική έχει τη δύναμη να επιλέγει, να ερμηνεύει, να συμπυκνώνει και να δείχνει τις δραματικές αυτές αλλαγές. Αν ο θεατής πλησιάσει τα έργα με διάθεση για ουσιαστική επικοινωνία μαζί τους κι όχι ως διακοσμητικά στοιχεία ή απλώς όμορφες ή ιστορικές εικόνες,  σίγουρα θα ωφεληθεί, κερδίζοντας σε γνώση και απόλαυση.

Σε γόνιμο διάλογο με το παρελθόν, πιστός της παραστατικής ζωγραφικής, μιας τέχνης φιλάνθρωπης, παρηγορητικής κι ευφρόσυνης, ο Κουκμάς μας δωρίζει 10 +1 «φωτεινές ζώνες», οχήματα φυγής προς τον κόσμο του ονείρου. Στον εξιδανικευμένο χώρο τους το παρελθόν φαίνεται να κλείνει το μάτι σ’ ένα παρόν που προτιμά να κλείνει τα μάτια και ν’ αρνείται να δει τη σημασία αυτών που χάσαμε. Αν καταφέρουμε να επωφεληθούμε της προσφοράς του Κουκμά στην πόλη και στο σχολείο μας, και αν μπορέσουμε να επιβιβαστούμε ως συνταξιδιώτες του, το μέλλον μας  ίσως κερδίσει σε φως. 

                                                    Ελένη Γαραντούδη

                                                          φιλόλογος

πίσω στην ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 1ου Γυμνασίου Καβάλας

 

Καβάλα 20 Αυγούστου 2006

Σχόλια επί των ζωγραφικών απεικονίσεων της Καβάλας

δια χειρός Γεωργίου Κουκμά

στις αίθουσες του Α’ Γυμνασίου Αρένων Καβάλας.

**** 

Νικολάου Ρουδομέτωφ

****

    1.  Μια γοητευτική απεικόνιση ενός δύσκολου τμήματος της πόλης. Το σημείο από το οποίο μπορούσε κάποιος να δει αυτή την εικόνα, είναι η βάση της προς την αφετηρία της Καμάρας όψη του σημερινού Α΄ Γυμνασίου Αρρένων.

            Η εικονιζόμενη όψη της πόλης τοποθετείται γύρω στα 1910. Στο αριστερό μέρος διακρίνουμε τον μιναρέ του Τζαμιού και Μεντρεσέ του (Haci) Ali Pasa, στην αρχή της σημερινής οδού Κολοκοτρώνη. Ο μιναρές κατεδαφίστηκε στα 1924, μαζί με τον μεγάλο μιναρέ του Τζαμιού του Ιμπραχίμ Πασά, της σημερινής εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Στο απέναντι άκρο της απεικόνισης (αριστερή πλευρά) καλυπτόμενο μερικώς από ένα μεγάλο δένδρο, διακρίνουμε το σχετικά νέο, τότε, κτήριο του τουρκικού Διοικητηρίου, σημερινό Δικαστικό Μέγαρο.

 

  1. Μια χαρακτηριστική γωνιά της πόλης μας που παρέμενε αναλλοίωτη σχεδόν μέχρι τον πόλεμο του 40. Η απαράμιλλη ικανότητα του ζωγράφου μας δίδει μια πιστότατη απεικόνιση ενός καθημερινού πρωινού στην πλατεία Νικοτσάρα, όπως ήταν γνωστή στους παλιούς Καβαλιώτες. Πρόκειται για την σημερινή πλατεία ανάμεσα στο Δικαστικό Μέγαρο και τις Καμάρες. Εικονίζεται το τμήμα της πλατείας μπροστά στις Καμάρες. Διακρίνονται τα πολυάριθμα πρόχειρης κατασκευής παραπήγματα-καταστήματα, κατασκευασμένα τα περισσότερα από τους πρόσφυγες του 1922. Το τεράστιο στεγαστικό πρόβλημα των προσφύγων, ιδιαίτερα το επαγγελματικό, τους οδήγησε στην κατάληψη των λίγων ελεύθερων χώρων γύρω από το Δικαστικό μέγαρο, όπου γίνονταν κάθε Παρασκευή το καθιερωμένο παζάρι της πόλης από την εποχή της τουρκοκρατίας. Καταλήφθηκαν επίσης χώροι και κατά μήκος της οδού Ομονοίας μέχρι την κεντρική πλατεία Ελευθερίας, δεδομένου ότι σ’ αυτούς υπήρχαν εκτεταμένα Μουσουλμανικά κοιμητήρια, τα οποία καταπατήθηκαν κάτω από την πίεση και την αλλοφροσύνη των τραγικών γεγονότων της Μικρασιατικής καταστροφής. Εκτός από τα παραπήγματα που εικονίζονται, υπήρχαν στην ίδια πλατεία πλήθος ξύλινων μικροκαταστημάτων γηγενών εμπόρων και κατά μήκος του Δικαστικού Μεγάρου από την πλευρά της πλατείας. Η χρονολόγηση της εικόνας την τοποθετεί λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1920, δηλαδή γύρω στα 1926-27.

 

  1. Μια εικόνα που ξυπνάει τις αξέχαστες μνήμες της Καβάλας του καπνού. Τη λαμπρή εποχή που η πόλη μας ήταν η παγκόσμια πρωτεύουσα των «ευγενών ανατολικών καπνών», ονομαστή σ’ ολόκληρο τον τότε πολιτισμένο κόσμο. Την Καβάλα που την ονόμαζαν «το μικρό Παρίσι», για την αφθονία της απασχόλησης, τα πολύ υψηλά μεροκάματα, για τα τρελά γλέντια πλουσίων και φτωχών και τις πολλές ευκαιρίες οικονομικής ανόδου. Την Καβάλα όπου συνέρρεαν ανήσυχοι, αλλά και δημιουργικοί άνθρωποι απ’ όλη την Ελλάδα, κυνηγώντας ένα καλύτερο αύριο και τις ευκαιρίες που δημιουργεί το άφθονο χρήμα σ’ έναν τόπο. Εικονίζεται ένα στιγμιότυπο φόρτωσης καπνοδεμάτων στις μαούνες, οι οποίες μετέφεραν στα ατμόπλοια που περίμεναν στ’ ανοιχτά της θάλασσας τα επεξεργασμένα καπνά για εξαγωγή στο εξωτερικό. Φαινομενικά η προκυμαία δείχνει όπως ήταν πριν δέκα χρόνια, όταν λειτουργούσαν ακόμη τα ψαράδικα. Αν προσέξει κανείς καλύτερα θα δει ότι δεν πρόκειται για τη σημερινή προκυμαία, αλλά για την παλαιότερη. Αυτή που υπήρχε μέχρι το 1930-32 και η οποία εξαφανίστηκε κατά την κατασκευή του νέου λιμανιού, καθώς η νέα προκυμαία στο σημείο αυτό κατασκευάστηκε αρκετά μέτρα προς το πέλαγος, ώστε να μεγαλώσει το πλάτος της χερσαίας ζώνης και να διαμορφωθεί η σημερινή παραλιακή λεωφόρος μπροστά στο παλιό κτήριο του Λιμενικού Ταμείου. Στην απεικόνιση διακρίνουμε τα καπνοδέματα να στοιβάζονται πάνω στο κατάστρωμα της μαούνας και τους αχθοφόρους να μεταφέρουν τα δέματα επάνω στα ιδιότυπα σαμάρια που έφεραν προς τούτο στην πλάτη τους. Είναι εκπληκτικός ο αριθμός των πέντε δεμάτων που κουβαλούσε κάθε φορά, δεδομένου ότι κάθε καπνόδεμα ήταν σημαντικού βάρους, τα δε πέντε αντιπροσώπευαν τουλάχιστον 60-65 οκάδες, που αντιστοιχούν με 72,5 – 78,5 κιλά. Διακρίνουμε επίσης δυο-τρία ειδικά κάρα για την μεταφορά καπνών (φορτηγές άμαξες) και ένα ζεμένο άλογο που έσερνε το κάρο. Τα κάρα αυτά ήταν ειδικά κατασκευασμένα για την μεταφορά καπνοδεμάτων, καθώς η επιφάνεια φόρτωσης ήταν στενή, ίσα-ίσα να παίρνει στο πλάτος ένα καπνόδεμα, το μήκος της όμως ήταν μεγάλο ώστε να χωρούν πολλά καπνοδέματα, τα οποία καθώς στοιβάζονταν το ένα πάνω στ’ άλλο, δημιουργούσαν έναν ιδιότυπο πύργο καπνοδεμάτων που προκαλούσε την περιέργεια των ξένων. Η χρονολόγηση της εικόνας τοποθετείται γύρω στα 1928-30, καθώς ο δρόμος είναι κυβολιθόστρωτος, το παλιό κτήριο του Λιμενικού Ταμείου είναι μόλις αποπερατωμένο (1927) και τα ψαράδικα λειτουργούν.

 

  1. Η Καβάλα στα 1930. Οι εργασίες του νέου λιμανιού είχαν ξεκινήσει με την έναρξη της κατασκευής του προσήνεμου μώλου (κυματοθραύστη). Το υπόλοιπο λιμάνι εξακολουθούσε να είναι στην αρχική του κατάσταση. Η εικόνα παρουσιάζει το παλιό λιμάνι ένα καλοκαιρινό απόγευμα. Η θάλασσα αντικαθρεφτίζει στην απόλυτη νηνεμία τα πολλά ξύλινα σκάφη της εποχής, ψαράδικα, φορτηγά και επιβατικά που ήταν αραγμένα στην ήρεμη αγκαλιά του μικρού λιμανιού. Χαρακτηριστική εικόνα μιας ζωής που αργοκυλούσε χωρίς προσδοκίες, καθώς η πόλη μόλις είχε συνέλθει από τον τυφώνα των δραματικών γεγονότων της τελευταίας δεκαετίας. Από την Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δυο ηπείρων, στην Μικρασιατική καταστροφή, κι’ από την γενοκτονία της βουλγαρικής κατοχής στα 1916-18, στον ξεριζωμό των προσφύγων και στην πλημμυρίδα των προβλημάτων και της δυστυχίας που κουβαλούσαν μαζί τους. Αλλά και τα διεθνή νέα ήταν άσχημα. Η  οικονομική κρίση είχε ξεσπάσει και καθώς επηρέαζε ιδιαίτερα τα πλούσια κράτη σ’ όλον τον κόσμο, τα πράγματα για τον καπνό δεν προβλέπονταν καθόλου ευχάριστα.

         Στο αριστερό άκρο διακρίνουμε το Φάληρο, όπου δεσπόζει το λευκό κτήριο του τότε Αρχαιολογικού Μουσείου. Ψηλότερα διακρίνουμε τα λιγοστά σπίτια της Αγίας Παρασκευής. Δίπλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο διακρίνουμε το κτήριο του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» της Ελληνορθόδοξης Κοινότητος Καβάλας στη διασταύρωση του Φαλήρου και αμέσως μετά τον επιβλητικό όγκο των τεράστιων καπναποθηκών Mayer, των οποίων η κυρία όψη ήταν επί της οδού Βενιζέλου, ενώ εμείς βλέπουμε την όψη προς θάλασσα. Τα υπόλοιπα οικοδομικά μεγαθήρια που διακρίνονται πάνω στον γιαλό είναι τα καπνεργοστάσια πολλών Καβαλιωτών καπνεμπόρων, τα οποία καθώς έκλειναν την όψη της πόλης προς θάλασσα, προκάλεσαν την χαρακτηριστική φράση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ότι «η Καβάλα είναι μια πόλη που έχει τα νώτα της γυρισμένα στην θάλασσα».

 

  1. Άλλη μια όψη του παλιού λιμανιού. Εκτός από τα χαρακτηριστικά ξύλινα ιστιοφόρα της εποχής, διακρίνουμε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στοιχεία της Καβάλας του 1925. Στο αριστερό άκρο κυριαρχεί το πανέμορφο νεοκλασικό κτήριο της Μεγάλης Λέσχης, το οποίο κατασκευάστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα (1908-09) από τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών Καβάλας με τη συνδρομή της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας Καβάλας. Πρόκειται αναμφίβολα για το λαμπρότερο οικοδόμημα της πόλης και χρησίμευσε για πολλά χρόνια ως κέντρο του Ελληνισμού της Καβάλας, αλλά και ως σημείο αναφοράς στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα, η οποία είναι το σοβαρότερο σωματείο με τεράστια κάθε είδους προσφορά στην πόλη, φιλανθρωπική και εθνική, για περισσότερα από εκατό χρόνια. Πάνω από την Μεγάλη Λέσχη διακρίνεται το «Παρθεναγωγείο Καβάλας», δημιούργημα κι’ αυτό της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας στα 1891-93. Μπροστά από τη Μεγάλη Λέσχη διακρίνουμε τα δένδρα του Δημοτικού μας Κήπου (παλιό Οθωμανικό νεκροταφείο), ο οποίος φιλοξενούσε και ένα ονομαστό υπαίθριο θέατρο και κέντρο διασκέδασης ταυτόχρονα. Τα κολωνάκια που διακρίνονται αποτελούν την περίφραξη προς θάλασσα ενός ονομαστού παραλιακού κέντρου της εποχής του «Βόσπορου». Ο Βόσπορος ήταν απέναντι από τον Δημοτικό Κήπο, από τον οποίο τον χώριζε η οδός Βενιζέλου. Το επιβλητικό τετραόροφο κτήριο, αριστερά του κέντρου της εικόνας, είναι οι ονομαστές καπναποθήκες Κραντωνέλλη, οι οποίες στη δεκαετία του 1970 μετατράπηκαν σε πολυκατοικία, επί των οδών Βενιζέλου και Αβέρωφ. Η μεγάλη αλλαγή στην παραλία που διακρίνουμε στην εικόνα έγινε από το Λιμενικό Ταμείο Καβάλας, με τα έργα της κατασκευής του κρηπιδώματος υπήνεμου μώλου – Φαλήρου (1956-58), την επίχωση και αποξήρανση της τεράστιας λεκάνης της θάλασσας και την δημιουργία των σημερινών επίπεδων χώρων της πόλης, όπου φιλοξενούνται πολλά από τα δημόσια κτήρια όπως, το Διοικητήριο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, το κολυμβητήριο, το πάρκο Φαλήρου, κλπ.

 

  1. Η παλιά όψη της οδού Κουντουριώτου στα 1970, πριν από τη διάνοιξή της και της δημιουργίας του σημερινού ευρύ, με 4 λωρίδες κυκλοφορίας, κεντρικού δρόμου. Η οδός Κουντουριώτου ήταν ο πρώτος εμπορικός δρόμος της Καβάλας, μετά την έναρξη της επέκτασης της πόλης εκτός των τειχών της «Παναγίας», στα 1864, όταν ακόμη ολόκληρο το σημερινό εμπορικό κέντρο της Καβάλας ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος του Τουρκικά νεκροταφεία. Ο δρόμος ήταν στενός, γεγονός φανερό στην απεικόνιση, καθώς το φορτηγό που διασχίζει την οδό, φαίνεται να καλύπτει το μεγαλύτερο πλάτος του δρόμου. Το εικονιζόμενο σημείο είναι η αρχή της οδού από την παραλία. Στην απεικόνιση φαίνεται η πολύ χαρακτηριστική έντονη εμπορική κίνηση του δρόμου, τόσο γνωστή στους παλιότερους Καβαλιώτες. Φαίνεται η διασταύρωση με την Βενιζέλου, ενώ διακρίνεται δεξιά και η διασταύρωση με την οδό Θεοδώρου Πουλίδου.

 

  1. Μια όψη της ανατολικής πλευράς της πόλης, που δεν υπάρχει πλέον. Στο φόντο είναι το κυρίως θέμα της απεικόνισης, με τους περίφημους αλευρόμυλους που έφεραν την επιγραφή: «Μύλοι Γεωργή-Νικολετόπουλου Α.Ε.». Τα πανύψηλα μπετονένια σιλό και το επταόροφο τεράστιο κτήριο των κυλινδρόμυλων ήταν τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία, ορατά από παντού. Αν και ήταν ένα απολύτως σύγχρονο εργοστάσιο, του οποίου τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Σεπτεμβρίου του 1938, εν τούτοις πολύ σύντομα έγινε πασίγνωστο και μέχρι πέρυσι που κατεδαφίστηκε για να ανεγερθεί στη θέση του το νέο Δικαστικό Μέγαρο, ήταν ένα από τα λίγα τοπόσημα της πόλης μας. Σε κοντινό πλάνο βλέπουμε δυο ψαρόβαρκες να λικνίζονται στα καταγάλανα νερά στο πέλαγος ανοιχτά της Ραψάνης. Η ανυπαρξία αξιόλογου αριθμού κτισμάτων αριστερά των μύλων, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η απεικόνιση δεν είναι παλαιότερη του 1940 και νεότερη του 1950, δεδομένου ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ιδρύθηκε η «Βιομηχανική Ζώνη Καβάλας» στην επίπεδη έκταση μετά τους Μύλους Γεωργή-Νικολετόπουλου. Στην Βιομηχανική Ζώνη φιλοξενήθηκαν πάμπολλες βιοτεχνίες αλιπάστων από Καβαλιώτες κυρίως επιχειρηματίες και ήταν τουλάχιστον για μια δεκαετία (1953-1963), σημαντικότατη η συμβολή τους στην τοπική οικονομία και απασχόληση. Σήμερα διασώζονται ακόμη αρκετά κτήρια, τα λεγόμενα παστατζίδικα, τα οποία φιλοξενούν πλέον άλλες δραστηριότητες. Αυτή η Βιομηχανική Ζώνη είχε ιδρυθεί από το Λιμενικό Ταμείο Καβάλας, η Τεχνική Υπηρεσία του οποίου είχε συντάξει το ρυμοτομικό σχέδιο και είχε πουλήσει στους επιχειρηματίες, με δημοπρασία, τα οικόπεδα, καθώς η έκταση του είχε παραχωρηθεί, για την εξόρυξη βράχων για τις ανάγκες της κατασκευής του λιμανιού. Ήταν κι’ αυτό μια από τις πολλές αθόρυβες προσφορές προς την πόλη, του τότε Προέδρου του Λιμενικού Ταμείου Καβάλας αείμνηστου Γιάννη Πριμικίδη.

         Πίσω από το κτήριο του Μύλου και στα δεξιά του, διακρίνεται φουντωμένο      το δασάκι που υπάρχει και σήμερα, ένας από τους λίγους πνεύμονες της πόλης που διασώθηκε από τη φωτιά και την ανοικοδόμηση.

 

8. Μια εικόνα της σημερινής παραλίας στο λιμάνι, με φόντο την παλιά πόλη της Καβάλας, με τα τείχη, το Φρούριο, την Εκκλησία της Παναγίας κλπ. Στον ουρανό ένα τέθριππο που συμβολίζει το διάβα της πόλης στις χιλιετίες, αλλά και τον αγώνα της για κατάκτηση ενός νέου λαμπρού μέλλοντος, ενώ μια μορφή σαλπίζει τη νίκη που προσδοκά όλη η πόλη δεκαετίες τώρα. Στο δεξιό άκρο εικονίζεται ο ζωγράφος με το καβαλέτο, την παλέτα και τον χρωστήρα του, πιστός καταγραφέας, καθώς απαθανατίζει τα δρώμενα.

 

  1. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές και όμορφες εικόνες του λιμανιού μας, ακόμη και σήμερα, είναι το στρώσιμο των διχτυών των ψαράδων πάνω στο κρηπίδωμα, το μερεμέτισμα, τα μπαλώματα και τελικά το φόρτωμά τους και πάλι πάνω στο ψαροκάικο. Στα παλιότερα χρόνια αυτή η δουλειά έπαιρνε μέρες πάνω στο τσιμέντο του μώλου. Τότε που οι φελλοί (τα φελλά) ήταν όντως από φελλό και έπρεπε να αντικαθίστανται κάθε λίγο, όπως και τα μολυβένια βαρίδια που κρατούσαν τα δίχτυα κατακόρυφα μέσα στη θάλασσα. Σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. Τα φελλά είναι πλέον από πλαστικό, τα κανάβινα σχοινιά έγιναν από νάϊλον, τα παραγάδια, τα παράμολα έγιναν από μισινέζα, ακόμη και τα βαρίδια άλλαξαν, ενώ το μάζεμα των διχτυών γίνεται πλέον με μηχανικό τρόπο. Ήταν τότε, μέχρι τα 1955 περίπου, πολύ γραφική η εικόνα των καθισμένων ψαράδων πάνω στα δίχτυα που μπάλωναν με την σαϊτα και το παραγάδι, τις τρύπες που είχαν γίνει στην προηγούμενη ψαριά. Στην εικόνα ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από όλη αυτή τη διαδικασία, την τόσο γνώριμη στους Καβαλιώτες.

 

 10.   11.    Τα «Καλαφατιά». Μ’ αυτό το όνομα ήξεραν οι παλιοί, αλλά και οι νέοι Καβαλιώτες, τη γνωστή θέση πάνω στο γιαλό, πίσω από τις Καμάρες. Είναι γνωστό επίσης από τις πηγές ότι η Αντισάρα-Νεάπολη-Χριστούπολη-Καβάλα είναι η αρχαιότερη πόλη στα παράλια της βόρειας Ελλάδας. Η θάλασσα ήταν πάντοτε το κυρίαρχο στοιχείο της πόλης και στη διάρκεια των 30-40 αιώνων της ύπαρξής της ήταν η ζωή και ο τροφοδότης της οικονομίας της. Από τους αρχαίους ακόμη χρόνους, το αμφιθεατρικό βραχώδες ανάγλυφο της πόλης, η έλλειψη κάποιων αξιόλογων επίπεδων εκτάσεων κατάλληλων για γεωργική καλλιέργεια, δημιούργησαν το σφιχτό δέσιμο των κατοίκων της με τη θάλασσα. Οι καρποί των πλούσιων κάμπων της κοιλάδας των Φιλίππων και τα μυθικά σε πολύτιμα μεταλλεύματα όρη του Παγγαίου, βρήκαν τον ιδανικό τόπο μέσο του οποίου ξεχύθηκαν στη Μεσόγειο, σε γνωστούς και άγνωστους τόπους, με πλοιάρια που κατασκευάζονταν στα τοπικά ναυπηγεία, δημιουργώντας με το εμπόριο πλούτο, πολιτισμό, ανάπτυξη και πρόοδο. Θα θυμίσω τους διολκούς που υπήρχαν στην αρχαιότητα στην επίπεδη παραλιακή έκταση πριν από την Ηρακλείτσα και που ασφαλώς χρησίμευαν στην εξυπηρέτηση αναγκών των πλοίων, όπως ασφάλειας, επισκευών, κατασκευών(;) κλπ. Οι διολκοί αυτοί είχαν επισημανθεί από τον πρώτο Έφορο Αρχαιοτήτων της Καβάλας στις αρχές της δεκαετίας του 1930, τον μετέπειτα Καθηγητή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γεώργιο Μπακαλάκη. Στα νεότερα χρόνια τα «Καλαφατιά» λειτούργησαν σε τρία σημεία της Καβάλας, στη σημερινή θέση, στην παραλία της Ραψάνης και στον γιαλό του παλιού λιμανιού που βρισκόταν στη σημερινή πλατεία Καραολή. Και για τις τρεις θέσεις υπάρχουν τεκμήρια αναμφισβήτητα. Στην απεικόνιση βλέπουμε ένα τμήμα των σημερινών Καλαφατιών, όπου εξακολουθούν να «χτίζονται» πανέμορφα ξύλινα σκαριά, κυρίως ψαράδικα. Αυτή παραδοσιακή μονάδα κρατάει ζωντανή την πλούσια παράδοση. Τα τελευταία όμως χρόνια υπάρχει μεγάλη κάμψη στην παραγγελία νέων ξύλινων σκαφών, καθώς το πλαστικό υποκαθιστά σιγά αλλά σταθερά την παραδοσιακή τέχνη του καραβομαραγκού και του ξύλινου σκάφους. Είναι φανερό ότι η πολιτεία πρέπει να επέμβει με δραστικά μέτρα για να μην χαθεί η σπάνια εμπειρία χιλιετιών. Αξίζει να αναφερθεί ότι όταν, προ τριακονταετίας και πλέον, είχαν επισκεφτεί τα Καλαφατιά Ιάπωνες ειδικοί επιστήμονες των μεγαλύτερων ναυπηγείων του κόσμου, είχαν μείνει έκπληκτοι από το ναυπηγικό δαιμόνιο και την ικανότητα του πρωτομάστορα Μοσχάτου και των τεχνιτών του, από τους οποίους ζήτησαν και έλαβαν πολλά σχέδια των πλοίων που κατασκεύαζαν.

Νικόλαος Ρουδομέτωφ

 

Όταν ο Γιώργος Κουκμάς έφτιαχνε με ένα μολύβι αυτό το πρόχειρο σχεδιάγραμμα του 1ου ορόφου του Γυμνασίου με τις θέσεις όπου έμελλε να τοποθετήσει τα έργατου, δέν φανταζόταν πως ο κ. Βαγγέλης Λιβιεράτος θα του προσέθετε σε αυτό μικρογραφίες των έργων που τότε ζωγράφιζε.

Τώρα βλέπετε όλον τον ανοιχτό χώρο στον 1ο όροφο του Γυμνασίου, όπως θα τον έβλεπε ένα περιστέρι απο το ταβάνι (συμβαίνει καμιά φορά να μπεί κάποιο περιστέρι απο την αυλή!). Το πάτωμα κατέχεται απο μιά όμορφη φωτογραφία του Γυμνασίου (νότια όψη). Στο κάτω μέρος του σχεδιαγράμματος είναι ο βορράς (αντίθετα απο ό,τι στους συνηθισμένουςμας χάρτες) όπου στη μέση η κύρια είσοδος μεταξύ πινάκων Νο4 και Νο5 (αναφέρομαι στην αρίθμηση με κόκκινα γράμματα στο σχεδιάγραμμα), κ αριστερότερα δευτερεύουσα είσοδος, ενώ στο άκρο δεξιά σκάλα προς το ισόγειο. Μπαίνοντας απο την κύρια είσοδο αντικρύζετε μπροστάσας τον κεντρικό πίνακα, εκτενέστερο απο όλους τους άλλους (Νο10), αριστερά του οποίου η αίθουσα της πληροφορικής ενώ δεξιάτου το γραφείο Διευθυντή κ εφεξής το γραφείο Υποδιευθυντή. Στον δεξιά τοίχο (δυτικά) βλέπετε τον πίνακα Νο2 (καλαφατιά) ανάμεσα στις αίθουσες των τμημάτων Γ1 κ Β1 (κατα το 2005-06), στον αριστερά (ανατολικά) τοίχο είναι ο πίνακας Νο7 (οδός Κουντουριώτου) που δεξιάτου είναι η πόρτα του τμήματος Γ3  ενώ αριστεράτου το γραφείο των καθηγητών.

Φυσικά, άλλο είναι να βλέπει κανείς το σχεδιάγραμμα κ άλλο τον ίδιο τον χώρο, όπου εκτίθενται μόνιμα αυτά τα έργα του Γιώργου Κουκμά! άν δέν τα είδατε απο κοντά, ελάτε στο 1.ο Γυμνάσιο να τα δείτε· εκεί όπου ο καλλιτέχνης εργάζεται ακόμη ώς καθηγητής της Φυσικής. (Μπορείτε δωρεάν να λάβετε, σε c.d. ή χάρτινο, το όντως καλαίσθητο βιβλίο που περιέχει τα έργα σε φωτογράφιση του κ. Θόδωρου Παπαδόπουλου). Τα 11 αυτά έργα είναι κυριολεκτικά αξιοθέατα: όποιος επισκέπτεται την Καβάλα, δέν πρέπει να φύγει προτού δεί και αυτά!

Γιάννης Κενανίδης

πίσω στην ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ 1ου Γυμνασίου Καβάλας